σκέβρωμά

σκέβρωμά
τό
1) покоробленность, искривлённость, погнутость; 2) скрюченность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "σκέβρωμά" в других словарях:

  • σκέβρωμα — το, Ν βλ. σκεύρωμα …   Dictionary of Greek

  • σκέβρωμα — το, ατος 1. στράβωμα, κύρτωση, υγρασία. 2. καμπούριασμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραλλαγή — (Μουσ.). Η τροποποίηση (ρυθμική, αρμονική, μελωδική, αντιστικτική) ενός δεδομένου μουσικού θέματος. Από ιστορική άποψη, η π. ξεκινά από τα πρώτα χρόνια του χριστιανισμού. Το προς π. «θέμα» ήταν το λειτουργικό άσμα, που, πέρα από τις διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • ρίκνωμα — το, Ν [ρικνώνω] ρίκνωση, ζάρωμα, σκέβρωμα, σταφίδιασμα …   Dictionary of Greek

  • σκεύρωμα — και σκέβρωμα, το, Ν [σκευρώνω / σκεβρώνω] 1. η απώλεια τής ευθύτητας, τής οριζοντιότητας 2. μετατροπή στερεού σώματος από ίσιο σε στραβό υπό την επίδραση τής ξηρασίας ή τής υγρασίας 3. μτφ. κλίση προς τα εμπρός τής ράχης ανθρώπου ή ζώου, που… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»